- καταρραίνω
- καταρραίνω (AM)ραντίζω με υγρό, ρίχνω υγρό για ράντισμα («καταρραίνειν οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ», Ιπποκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ῥαίνω «ραντίζω, ποτίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταρραντίζω — (AM) καταρραίνω* … Dictionary of Greek
συγκαταρραίνω — Μ ραίνω μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταρραίνω «ραντίζω, ραίνω»] … Dictionary of Greek